Fall <-(e)s, Fälle> [fal, pl: ˈfɛlə] SUBST αρσ
1. Fall (das Fallen):
-
πτώση θηλ
3. Fall (Umstand, Sachverhalt):
-
περίπτωση θηλ
4. Fall (Eventualität):
-
ενδεχόμενο ουδ
5. Fall ΝΟΜ:
-
υπόθεση θηλ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.