Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „erschollen“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

erschollen [ɛɐˈʃɔlən]

erschollen part πρκ von erschallen

Βλέπε και: erschallen

erschallen <erschallt, erscholl, erschollen> VERB αμετάβ +sein τυπικ

erschallen <erschallt, erscholl, erschollen> VERB αμετάβ +sein τυπικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "erschollen" σε άλλες γλώσσες

"erschollen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский