Γερμανικά » Ελληνικά

Dreh <-s, -s [o. -e] > [dreː] SUBST αρσ οικ

1. Dreh (Trick):

Dreh
κόλπο ουδ
sie hat den Dreh raus

2. Dreh (Drehung):

Dreh
στροφή θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"Dreh" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский