Γερμανικά » Ελληνικά

bumsen [ˈbʊmzən] VERB αμετάβ

1. bumsen (gegenschlagen):

bumsen +sein

2. bumsen χυδ (Geschlechtsverkehr haben):

bumsen mit +δοτ
πηδώ +αιτ
bumsen mit +δοτ
γαμώ +αιτ

bums [bʊms] ΕΠΙΦΏΝ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"bumsen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский