Besuch <-(e)s, -e> [bəˈzuːx] SUBST αρσ
1. Besuch (das Besuchen):
-
επίσκεψη θηλ
3. Besuch (einer Schule, Uni):
-
φοίτηση θηλ
4. Besuch (eines Kurses):
-
παρακολούθηση θηλ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.