Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „ausheulen“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

aus|heulen VERB αυτοπ ρήμα

ausheulen sich ausheulen οικ:

sich ausheulen bei +δοτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"ausheulen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский