Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „aufhalsen“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

auf|halsen [ˈaʊfhalzən] VERB μεταβ/αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με aufhalsen

sich δοτ etw αιτ aufhalsen
jdm etw αιτ aufhalsen

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Doch der hat keine Lust dazu und sucht einen Dummen, dem er diesen ungeliebten Termin aufhalsen kann.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"aufhalsen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский