Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Putzfimmel“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Putzfimmel <-s> SUBST αρσ

Putzfimmel ενικ οικ:

Putzfimmel

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Sie hat einen zwanghaften Reinlichkeits-, Ordnungs- und Putzfimmel und ist oft übertrieben ehrgeizig.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"Putzfimmel" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский