Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Lackel“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Lackel <-s, -> [ˈlakəl] SUBST αρσ ιδιωμ A μειωτ

Lackel s. Tölpel

Βλέπε και: Tölpel

Tölpel <-s, -> [ˈtœlpəl] SUBST αρσ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Der Begriff wird auch oft verstärkend in den Zusammensetzungen grober Lackel oder Kraftlackel gebraucht.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"Lackel" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский