Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Gelegenheitsgeschäft“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Gelegenheitsgeschäft <-(e)s, -e> SUBST ουδ ΟΙΚΟΝ

Gelegenheitsgeschäft

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Gelegenheitsgeschäft" σε άλλες γλώσσες

"Gelegenheitsgeschäft" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский