Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Abzahlungskauf“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Abzahlungskauf <-(e)s, -käufe> SUBST αρσ ΧΡΗΜΑΤΟΠ

Παραδειγματικές φράσεις με Abzahlungskauf

einfacher Abzahlungskauf
Abzahlungskauf unter Eigentumsvorbehalt

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Ein Leasingvertrag, der steuerrechtlich wie ein Mietkaufvertrag oder ein Abzahlungskauf gewertet wird, bleibt zivilrechtlich ein Leasingvertrag.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский