Kreuz <-es, -e> [krɔɪts] SUBST ουδ
2. Kreuz μτφ (Leid):
-
Kreuz
-
μαρτύριο ουδ
3. Kreuz (im Kartenspiel):
-
Kreuz
-
σπαθί ουδ
4. Kreuz (Autobahnkreuz):
-
Kreuz
-
διασταύρωση θηλ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.