Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „frömmeln“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

frömmeln [ˈfrœməln] VERB αμετάβ μειωτ

1. frömmeln (Frömmigkeit heucheln):

frömmeln

2. frömmeln (Frömmigkeit übertreiben):

frömmeln

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"frömmeln" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский