Bedenken <-s, -> SUBST ουδ
2. Bedenken συνήθ πλ (Zweifel, Vorbehalt):
-
Bedenken
-
δισταγμός αρσ
-
Bedenken
-
ενδοιασμός αρσ
-
ohne Bedenken
-
Bedenken hegen
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.