Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „aufreizen“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

auf|reizen VERB μεταβ

1. aufreizen (ärgern):

aufreizen

2. aufreizen (erregen):

aufreizen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"aufreizen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский