Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Bewirtschaftungsrecht“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά

(Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Bewirtschaftungsrecht <-(e)s> SUBST ουδ ενικ ΝΟΜ

Bewirtschaftungsrecht

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
In der Folge erhielt der Verein ein Bewirtschaftungsrecht, das er seit 1972 ausübt.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Bewirtschaftungsrecht" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский